ὑδράρπαξ

ὑδράρπαξ
ὑδράρπαξ, ᾰγος, ,
A = κλεψύδρα 1, Simp. in Cael.524.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδράρπαξ — άγος, ὁ, Α είδος χρονομέτρου με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ἅρπαξ, αγος] …   Dictionary of Greek

  • ὑδράρπαγα — ὑδράρπαξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”